βαλανίς

βαλανίς
βαλανίς, η (Α) (θηλ. του βαλανεύς)
1. υπηρέτρια σε λουτρά
2. καθαρτική βάλανος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανεύς (σημ. 1.) και < βάλανος (σημ. 2)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαλανίς — pessary fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίδας — βαλανίς pessary fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”